- αναγουλιάζω
- 1. νιώθω ναυτία, έχω τάση για εμετό, ανακατεύομαι2. αηδιάζω, σιχαίνομαι, αντιπαθώ3. κάνω εμετό, ξερνάω4. παθαίνω ίλιγγο, ζαλίζομαι5. (για τη θάλασσα) γίνομαι τρικυμιώδης, αναταράσσομαι6. (για το έδαφος) αναδίδω το νερό που έχω απορροφήσει και γίνομαι λασπερός7. μασώ, αναμασώ8. ρεύομαι.[ΕΤΥΜΟΛ. < ανα-* + γουλιάζω «πίνω μια γουλιά νερό, γάλα κ.λπ.» ή ανα-* + γούλα «οισοφάγος».ΠΑΡ. αναγούλα, αναγούλιασμα].
Dictionary of Greek. 2013.